προκύπτουσα

προκύπτουσα
προκύπτω
point forwards and downwards
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προκυπτούσας — προκυπτούσᾱς , προκύπτω point forwards and downwards pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) προκυπτούσᾱς , προκύπτω point forwards and downwards pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκύπτουσ' — προκύπτουσα , προκύπτω point forwards and downwards pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) προκύπτουσι , προκύπτω point forwards and downwards pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προκύπτουσι , προκύπτω point… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήιος — ἤϊος, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Φοίβου Απόλλωνος) 1. (κατά τον Αρίσταρχο) τοξότης, ακοντιστής 2. (κατ άλλους) αγαθός («ἤϊε Φοῑβε», Ύμν. εις Απόλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. < επιφων. ή (πρβλ. ιήιος < επιφ. ιή). Η αναγωγή του στο ίημι… …   Dictionary of Greek

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • στρωμάτωση — η, Ν 1. η τοποθέτηση ή η απόθεση σε στρώματα ή η διαίρεση, ο διαχωρισμός σε στρώματα 2. (γεωπ.) η διάταξη σπερμάτων ή μοσχευμάτων σε στρώσεις που διαχωρίζονται με χώμα ή άμμο, με σκοπό την επίσπευση ή τη διατήρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • φορολογικός — ή, ό / φορολογικός, ή, όν, ΝΜ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φορολογία (α. «φορολογικοί κατάλογοι» β. «ξυνεκύκας τὰ φορολογικὰ θηρία», Μιχ. Ακομ.) νεοελλ. φρ. α) «φορολογική απαλλαγή» (οικον.) η ολική ή μερική κατάργηση τής υποχρέωσης ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”